- μεθεόρτια
- τααυτά που ακολουθούν τη μέρα μιας γιορτής, η συνέχιση της γιορτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεθεόρτια — τα 1. αυτά που συμβαίνουν μετά την εορτή, η συνέχιση τής εορτής 2. συνεκδ. τα επακόλουθα εορτής, που συνήθως είναι αρνητικά λόγω τής οινοποσίας που προηγήθηκε, οι κακές συνέπειες μιας εορτής 3. (γενικά) άσχημα ή δυσάρεστα αποτελέσματα κάποιας… … Dictionary of Greek
έπιβδα — ἔπιβδα, η (Α) 1. η ημέρα μετά τον γάμο ή γιορτή, τα μεθεόρτια 2. στον πληθ. αἱ ἔπιβδαι η πρώτη μέρα τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βδᾰ (< *πδα;) τ. αβέβαιης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρ. *ped (πεδ )… … Dictionary of Greek
μεθέορτος — μεθέορτος, ον (ΑM) 1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. Σοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεθέορτα τα μεθεόρτια, τα μετά την εορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑορτή (πρβλ. φιλ έορτος)] … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
ποδοστρόφια — τὰ, Α μεθεόρτια, ανταπόδοση τού συμποσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + στρέφω] … Dictionary of Greek
προεόρτια — τα παραμονή γιορτής (αντίθ. μεθεόρτια) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)